diritto
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | diritto | diritti |
θηλυκό | diritta | diritte |
diritto (it)
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
diritto | diritti |
diritto (it)
- (νομικός όρος) το δίκαιο