direktilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- direktilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | direktilo | direktiloj |
αιτιατική | direktilon | direktilojn |
direktilo (eo)
- το πηδάλιο πλοίου
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | direktilo | direktiloj |
αιτιατική | direktilon | direktilojn |
direktilo (eo)