diktatoreco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- diktatoreco < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | diktatoreco | diktatorecoj |
αιτιατική | diktatorecon | diktatorecojn |
diktatoreco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | diktatoreco | diktatorecoj |
αιτιατική | diktatorecon | diktatorecojn |
diktatoreco (eo)