didelfo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | didelfo | didelfoj |
αιτιατική | didelfon | didelfojn |
didelfo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | didelfo | didelfoj |
αιτιατική | didelfon | didelfojn |
didelfo (eo)