diagnostiko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- diagnostiko < diagnostik- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | diagnostiko | diagnostikoj |
αιτιατική | diagnostikon | diagnostikojn |
diagnostiko (eo)
- η διάγνωση