detalo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | detalo | detaloj |
αιτιατική | detalon | detalojn |
detalo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | detalo | detaloj |
αιτιατική | detalon | detalojn |
detalo (eo)