deputito
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | deputito | deputitoj |
αιτιατική | deputiton | deputitojn |
deputito (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | deputito | deputitoj |
αιτιατική | deputiton | deputitojn |
deputito (eo)