dentbroso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dentbroso | dentbrosoj |
αιτιατική | dentbroson | dentbrosojn |
dentbroso (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dentbroso | dentbrosoj |
αιτιατική | dentbroson | dentbrosojn |
dentbroso (eo)