demonize
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | demonize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | demonizes |
αόριστος | demonized |
παθητική μετοχή | demonized |
ενεργητική μετοχή | demonizing |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdemonize (en)
- δαιμονοποιώ, αποδίδω σε κάποιον ή κάτι πολύ αρνητικές ιδιότητες, ενοχοποιώντας τον ή το για κάτι