ενεστώτας demonize
γ΄ ενικό ενεστώτα demonizes
αόριστος demonized
παθητική μετοχή demonized
ενεργητική μετοχή demonizing

  Ετυμολογία

επεξεργασία
demonize < demon + -ize

demonize (en)

  • δαιμονοποιώ, αποδίδω σε κάποιον ή κάτι πολύ αρνητικές ιδιότητες, ενοχοποιώντας τον ή το για κάτι
    ⮡  It is wrong to try to demonize modern technology.
    Είναι λάθος να προσπαθούμε να δαιμονοποιήσουμε τη σύγχρονη τεχνολογία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη slander