demeurant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαdemeurant < demeurer
Μετοχή
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | demeurant | demeurants |
θηλυκό | demeurante | demeurantes |
demeurant (fr)
demeurant < demeurer
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | demeurant | demeurants |
θηλυκό | demeurante | demeurantes |
demeurant (fr)