deko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | deko | dekoj |
αιτιατική | dekon | dekojn |
deko (eo)
- li havas dekojn da libroj - έχει δεκάδες βιβλία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | deko | dekoj |
αιτιατική | dekon | dekojn |
deko (eo)