defuse
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | defuse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | defuses |
αόριστος | defused |
παθητική μετοχή | defused |
ενεργητική μετοχή | defusing |
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdefuse (en)
- εξουδετερώνω μια βόμβα, έναν εκρηκτικό μηχανισμό
- ⮡ He was killed while defusing a bomb.
- Σκοτώθηκε ενώ εξουδετέρωνε μια βόμβα.
- ⮡ He was killed while defusing a bomb.