ενεστώτας defuse
γ΄ ενικό ενεστώτα defuses
αόριστος defused
παθητική μετοχή defused
ενεργητική μετοχή defusing

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dɪˈfjuːz/ (βρετανικό)
ομόηχο: diffuse (διαχέω)

defuse (en)

  • εξουδετερώνω μια βόμβα, έναν εκρηκτικό μηχανισμό
    ⮡  He was killed while defusing a bomb.
    Σκοτώθηκε ενώ εξουδετέρωνε μια βόμβα.