diffuse
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | diffuse |
συγκριτικός | more diffuse |
υπερθετικός | most diffuse |
diffuse (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | diffuse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | diffuses |
αόριστος | diffused |
παθητική μετοχή | diffused |
ενεργητική μετοχή | diffusing |
diffuse (en)