defluilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- defluilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | defluilo | defluiloj |
αιτιατική | defluilon | defluilojn |
defluilo (eo)
- η υδρορροή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | defluilo | defluiloj |
αιτιατική | defluilon | defluilojn |
defluilo (eo)