deflate
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | deflate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | deflates |
αόριστος | deflated |
παθητική μετοχή | deflated |
ενεργητική μετοχή | deflating |
Ρήμα επεξεργασία
deflate (en)
- υποτιμώ κάποιον
- (οικονομία) υποτιμώ
- (για μπαλόνια, λάστιχα αυτοκινήτου) ξεφουσκώνω