defilado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | defilado | defiladoj |
αιτιατική | defiladon | defiladojn |
defilado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | defilado | defiladoj |
αιτιατική | defiladon | defiladojn |
defilado (eo)