defame
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | defame |
γ΄ ενικό ενεστώτα | defames |
αόριστος | defamed |
παθητική μετοχή | defamed |
ενεργητική μετοχή | defaming |
ενεστώτας | defame |
γ΄ ενικό ενεστώτα | defames |
αόριστος | defamed |
παθητική μετοχή | defamed |
ενεργητική μετοχή | defaming |