ενεστώτας defame
γ΄ ενικό ενεστώτα defames
αόριστος defamed
παθητική μετοχή defamed
ενεργητική μετοχή defaming

defame (en) (επίσημο)

  • δυσφημίζω, δυσφημώ, βλάπτω κάποιον λέγοντας ή γράφοντας άσχημα ή ψευδή πράγματα γι' αυτόν
    ⮡  This is an attempt being made to defame our country internationally.
    Γίνεται προσπάθεια να δυσφημιστεί η χώρα μας διεθνώς.
    ⮡  His competitors are defaming his company's products.
    Οι ανταγωνιστές του δυσφημούν τα προϊόντα της εταιρείας του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη slander