decido
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | decido | decidoj |
αιτιατική | decidon | decidojn |
decido (eo)
- η απόφαση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | decido | decidoj |
αιτιατική | decidon | decidojn |
decido (eo)