debeto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- debeto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | debeto | debetoj |
αιτιατική | debeton | debetojn |
debeto (eo)
- η χρέωση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | debeto | debetoj |
αιτιατική | debeton | debetojn |
debeto (eo)