damnito
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | damnito | damnitoj |
αιτιατική | damniton | damnitojn |
damnito (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | damnito | damnitoj |
αιτιατική | damniton | damnitojn |
damnito (eo)