dalmato
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dalmato | dalmatoj |
αιτιατική | dalmaton | dalmatojn |
dalmato (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dalmato | dalmatoj |
αιτιατική | dalmaton | dalmatojn |
dalmato (eo)