dalio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- dalio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dalio | dalioj |
αιτιατική | dalion | daliojn |
dalio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dalio | dalioj |
αιτιατική | dalion | daliojn |
dalio (eo)