Ετυμολογία

επεξεργασία
désossement < désosser

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.zɔs.mɑ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
désossement désossements

désossement (fr) αρσενικό

  1. το ξεκοκάλιασμα
  2. (σπάνιο) η εξάρθρωση
     συνώνυμα: démembrement, désarticulation, dislocation

Συγγενικά

επεξεργασία