désinfectant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- désinfectant < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | désinfectant | désinfectants |
θηλυκό | désinfectante | désinfectantes |
désinfectant (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
désinfectant | désinfectants |
désinfectant (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- το απολυμαντικό προϊόν