Ετυμολογία

επεξεργασία
désinfectant < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό désinfectant désinfectants
θηλυκό désinfectante désinfectantes

désinfectant (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. απολυμαντικός, αντισηπτικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
désinfectant désinfectants

désinfectant (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. το απολυμαντικό προϊόν