↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απολυμαντικός η απολυμαντική το απολυμαντικό
      γενική του απολυμαντικού της απολυμαντικής του απολυμαντικού
    αιτιατική τον απολυμαντικό την απολυμαντική το απολυμαντικό
     κλητική απολυμαντικέ απολυμαντική απολυμαντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απολυμαντικοί οι απολυμαντικές τα απολυμαντικά
      γενική των απολυμαντικών των απολυμαντικών των απολυμαντικών
    αιτιατική τους απολυμαντικούς τις απολυμαντικές τα απολυμαντικά
     κλητική απολυμαντικοί απολυμαντικές απολυμαντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απολυμαντικός < απολυμαίνω < αρχαία ελληνική ἀπολυμαίνομαι < λῦμα

  Επίθετο

επεξεργασία

απολυμαντικός

  1. που απολυμαίνει, που συμβάλλει στην απολύμανση
    απολυμαντικό υγρό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία