Δείτε επίσης: deputation
      ενικός         πληθυντικός  
députation députations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

députation (fr) θηλυκό

  1. το βουλευτικό αξίωμα
  2. η αποστολή, αντιπροσωπεία

Συγγενικά

επεξεργασία