Ετυμολογία

επεξεργασία
décours < λατινική decursus

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
décours décours

décours (fr) αρσενικό

  1. (αστρονομία) η περίοδος κατά την οποία ένα ουράνιο σώμα φθίνει
  2. (ιατρική) η περίοδος κατά την οποία υποχωρεί μια ασθένεια