décours
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
décours | décours |
décours (fr) αρσενικό
- (αστρονομία) η περίοδος κατά την οποία ένα ουράνιο σώμα φθίνει
- (ιατρική) η περίοδος κατά την οποία υποχωρεί μια ασθένεια