Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.kɔ.lɔ.ni.za.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
décolonisation décolonisations

décolonisation (fr) θηλυκό

  1. η αποαποικιοποίηση
  2. (μεταφορικά) η απελευθέρωση από μια κατάσταση εξάρτησης

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία