décolonisation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
décolonisation | décolonisations |
décolonisation (fr) θηλυκό
- η αποαποικιοποίηση
- (μεταφορικά) η απελευθέρωση από μια κατάσταση εξάρτησης
ενικός | πληθυντικός |
décolonisation | décolonisations |
décolonisation (fr) θηλυκό