Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.bu.lɔ.naːʒ/

  Ετυμολογία

επεξεργασία
déboulonnage < déboulonner

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
déboulonnage déboulonnages

déboulonnage (fr) αρσενικό

  1. το ξεβίδωμα ενός μπουλονιού
  2. (μεταφορικά) το ξεπέταγμα άχρηστου αντικειμένου ή προσώπου