déboulonnage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /de.bu.lɔ.naːʒ/
Ετυμολογία επεξεργασία
- déboulonnage < déboulonner
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
déboulonnage | déboulonnages |
déboulonnage (fr) αρσενικό
- το ξεβίδωμα ενός μπουλονιού
- (μεταφορικά) το ξεπέταγμα άχρηστου αντικειμένου ή προσώπου