cunamo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cunamo | cunamoj |
αιτιατική | cunamon | cunamojn |
cunamo (eo)
- το τσουνάμι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cunamo | cunamoj |
αιτιατική | cunamon | cunamojn |
cunamo (eo)