Ετυμολογία

επεξεργασία
cul-de-basse-fosse < cul + bas + fosse

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cul-de-basse-fosse cul-de-basse-fosses

cul-de-basse-fosse (fr) αρσενικό