ενικός         πληθυντικός  
cryptique cryptiques

  Ετυμολογία

επεξεργασία
cryptique < λατινική crypticus < αρχαία ελληνική κρυπτός

  Επίθετο

επεξεργασία

cryptique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κρυμμένος, μυστικός
  2. αυτός που βρίσκεται ή που ζει σε σπηλιές

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη crypter