cryptique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cryptique | cryptiques |
Ετυμολογία επεξεργασία
- cryptique < λατινική crypticus < αρχαία ελληνική κρυπτός
Επίθετο επεξεργασία
cryptique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη crypter