creatively
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | creatively |
συγκριτικός | more creatively |
υπερθετικός | most creatively |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαcreatively (en)
- δημιουργικά
- ⮡ Artists think creatively.
- Οι καλλιτέχνες σκέφτονται δημιουργικά.
- ⮡ Artists think creatively.