créolisation
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
créolisation | créolisations |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
créolisation (fr) θηλυκό
- (γλωσσολογία) η διαδικασία κατά την οποία μια γλώσσα πίτζιν μετατρέπεται σε κρεολή
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη créole