créole
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
créole | créoles |
créole (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
créole | créoles |
créole (fr) θηλυκό
- είδος σκουλαρικιού, μεγάλος δακτύλιος
- une paire de créoles en diamants
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
créole | créoles |
créole (fr) αρσενικό ή θηλυκό