Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  Ουσιαστικό 1Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
créole créoles

créole (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κρεολός

  Ουσιαστικό 2Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
créole créoles

créole (fr) θηλυκό

  1. είδος σκουλαρικιού, μεγάλος δακτύλιος
    une paire de créoles en diamants

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
créole créoles

créole (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κρεολός

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία