coterie
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcoterie (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
coterie | coteries |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcoterie (fr) θηλυκό
coterie (en)
ενικός | πληθυντικός |
coterie | coteries |
coterie (fr) θηλυκό