cotation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cotation | cotations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcotation (fr) θηλυκό
- διαπραγμάτευση, καθορισμός τιμής (χρηματιστήριο)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη coter
ενικός | πληθυντικός |
cotation | cotations |
cotation (fr) θηλυκό