ενεστώτας cordon off
γ΄ ενικό ενεστώτα cordons off
αόριστος cordoned off
παθητική μετοχή cordoned off
ενεργητική μετοχή cordoning off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
cordon off < → δείτε τις λέξεις cordon και off

cordon off (en)

  • αποκλείω, σταματώ τους ανθρώπους να μπουν σε μια περιοχή περικυκλώνοντάς την με αστυνομικούς, στρατιώτες κτλ.
    ⮡  The police cordoned off the university.
    Η αστυνομία απόκλεισε το πανεπιστήμιο.
     συνώνυμα: rope off