contrefait
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | contrefait | contrefaits |
θηλυκό | contrefaite | contrefaites |
Επίθετο
επεξεργασίαcontrefait (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | contrefait | contrefaits |
θηλυκό | contrefaite | contrefaites |
contrefait (fr)