constat
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
constat | constats |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαconstat (fr) αρσενικό
- η διαπίστωση
- (ειδικότερα) το ειδικό έγγραφο που συμπληρώνεται σε περίπτωση σύγκρουσης δύο οχημάτων και από τους δύο οδηγούς
ενικός | πληθυντικός |
constat | constats |
constat (fr) αρσενικό