ενικός         πληθυντικός  
constat constats

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

constat (fr) αρσενικό

  1. η διαπίστωση
  2. (ειδικότερα) το ειδικό έγγραφο που συμπληρώνεται σε περίπτωση σύγκρουσης δύο οχημάτων και από τους δύο οδηγούς

Συγγενικά

επεξεργασία