Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

congrego < con + grex

  Ρήμα επεξεργασία

congrego

  1. συγκεντρώνω το κοπάδι
  2. μαζεύω σε σμήνος
  3. ενώνω

Κλίση επεξεργασία