Ουσιαστικό

επεξεργασία

confins (fr) αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα άκρα, τα όρια, το πιο έξω μέρος μιας περιοχής
     συνώνυμα: borne, frontière, limite
     αντώνυμα: centre, intérieur