Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
condotto
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Ιταλικά
(it)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
condotto
<
λατινική
condŭctum
<
condurre
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
condotto
condotti
condotto
(it)
σωλήνας
≈
συνώνυμα
:
tubazione
,
tubo
,
canale
,
condotta