Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔ̃.di.sjɔn.mɑ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
conditionnement conditionnements

conditionnement (fr) αρσενικό

  1. (οικονομία) η συσκευασία
  2. ο επηρεασμός ή καθορισμός της συμπεριφοράς από εξωτερικούς παράγοντες