conditionnement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɔ̃.di.sjɔn.mɑ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
conditionnement | conditionnements |
conditionnement (fr) αρσενικό
- (οικονομία) η συσκευασία
- ο επηρεασμός ή καθορισμός της συμπεριφοράς από εξωτερικούς παράγοντες