Ετυμολογία

επεξεργασία

condensable < condenser + -able

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
condensable condensables

condensable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που μπορεί να συμπυκνωθεί
  2. που μπορεί να συμπιεστεί
  3. (μεταφορικά) που μπορεί να συμπτυχθεί

Συγγενικά

επεξεργασία