concentrationnaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
concentrationnaire | concentrationnaires |
Επίθετο
επεξεργασίαconcentrationnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη concentrer