ενικός         πληθυντικός  
complication complications

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

complication (fr) θηλυκό

  1. το μπέρδεμα, η πολυπλοκότητα, η περιπλοκή
     αντώνυμα: simplicité
  2. η επιπλοκή
     αντώνυμα: clarification