competitive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | competitive |
συγκριτικός | more competitive |
υπερθετικός | most competitive |
Επίθετο
επεξεργασίαcompetitive (en)
- ανταγωνιστικός, χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση στην οποία άτομα ή οργανισμοί ανταγωνίζονται
- ⮡ a competitive policy/tactic - ανταγωνιστική πολιτική/τακτική
- ⮡ The competitive relations of trade unions and a political party.
- Οι ανταγωνιστικές σχέσεις συνδικάτων και κόμματος.
- ανταγωνιστικός, συναγωνιστικός, που είναι τόσο καλό όσο ή καλύτερο από άλλα
- ⮡ competitive prices - ανταγωνιστικές/συναγωνιστικές τιμές