commutateur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
commutateur | commutateurs |
Ουσιαστικό επεξεργασία
commutateur (fr) αρσενικό
- μηχανισμός που μπορεί να μετατρέψει ένα ηλεκτρικό κύκλωμα ή τις συνδέσεις ανάμεσα σε διάφορα κυκλώματα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη commuter