commercialize
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | commercialize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | commercializes |
αόριστος | commercialized |
παθητική μετοχή | commercialized |
ενεργητική μετοχή | commercializing |
Ετυμολογία επεξεργασία
- commercialize < commercial + -ize
Ρήμα επεξεργασία
commercialize (en)
- εμπορεύομαι, χρησιμοποιώ κάτι για να προσπαθήσω να βγάλω κέρδος, ειδικά με τρόπο που οι άλλοι άνθρωποι δεν εγκρίνουν
- ↪ They are commercializing the sport.
- Εμπορεύονται τον αθλητισμό.
- ↪ They are commercializing the sport.